διαβεβαίωση — η 1. η κατηγορηματική βεβαίωση και υπόσχεση ότι κάτι είναι αληθινό: Με καθησύχασε η διαβεβαίωσή του ότι θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. 2. όρκος των κληρικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… … Dictionary of Greek
ασσίζα — η (Μ ἀσσίζα) 1. πληθ. οι φεουδαρχικοί νόμοι των Φράγκων στην Ανατολή 2. ψήφισμα, διάταγμα 3. μήνυση, καταγγελία 4. ένορκη διαβεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. assise «στρώση, φόρος για τα αρωτριώντα ζώα»] … Dictionary of Greek
βεβαιοσύνη — η (Α βεβαιωσύνη, Μ βεβαιοσύνη) [βέβαιος] βεβαιότητα, σιγουριά νεοελλ. 1. επικύρωση, διαβεβαίωση 2. πραγματικότητα, αλήθεια … Dictionary of Greek
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
δεκάλογος — Σύντομος κώδικας νόμων, τον οποίο, σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Έξοδος,ιθ’ 1 κ.ε.), έδωσε ο Θεός στον Μωυσή στο όρος Σινά. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται σε δύο σημεία, τα οποία παρουσιάζουν μικρές παραλλαγές (Έξοδος,κ’ 1 17, Δευτερονόμιον,ε’ 6 … Dictionary of Greek
δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… … Dictionary of Greek
διισχυρισμός — ο επίμονη γνώμη, διαβεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διισχυρίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγέλου Βλάχου] … Dictionary of Greek
διορκισμός — διορκισμός, ο (Α) [ορκισμός] ένορκη διαβεβαίωση … Dictionary of Greek