διαβεβαίωση

διαβεβαίωση
η (AM διαβεβαίωσις)
1. η επιβεβαίωση, η πλήρης πιστοποίηση, η ρητή υπόσχεση
2. (για κληρικούς) α) η βεβαίωση ότι θα πουν την αλήθεια ενώπιον δικαστηρίου
τοποθετούν το δεξί χέρι στο στήθος και όχι επί τού Ευαγγελίου, όπως οι λαϊκοί
β) η επίσημη υπόσχεση μητροπολιτών πριν από την ενθρόνιση τους ενώπιον τού ανώτατου άρχοντα ότι θα εκτελούν τα καθήκοντά τους σύμφωνα με τους κανόνες τής Εκκλησίας και τους νόμους τού κράτους (ανάλογη με την ορκωμοσία υπουργών και ανώτατων κρατικών λειτουργών)
αρχ.
η ισχυρή βεβαίωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαβεβαίωση — η 1. η κατηγορηματική βεβαίωση και υπόσχεση ότι κάτι είναι αληθινό: Με καθησύχασε η διαβεβαίωσή του ότι θα κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. 2. όρκος των κληρικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

  • Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… …   Dictionary of Greek

  • ασσίζα — η (Μ ἀσσίζα) 1. πληθ. οι φεουδαρχικοί νόμοι των Φράγκων στην Ανατολή 2. ψήφισμα, διάταγμα 3. μήνυση, καταγγελία 4. ένορκη διαβεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. assise «στρώση, φόρος για τα αρωτριώντα ζώα»] …   Dictionary of Greek

  • βεβαιοσύνη — η (Α βεβαιωσύνη, Μ βεβαιοσύνη) [βέβαιος] βεβαιότητα, σιγουριά νεοελλ. 1. επικύρωση, διαβεβαίωση 2. πραγματικότητα, αλήθεια …   Dictionary of Greek

  • δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… …   Dictionary of Greek

  • δεκάλογος — Σύντομος κώδικας νόμων, τον οποίο, σύμφωνα με τη βιβλική αφήγηση (Έξοδος,ιθ’ 1 κ.ε.), έδωσε ο Θεός στον Μωυσή στο όρος Σινά. Στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται σε δύο σημεία, τα οποία παρουσιάζουν μικρές παραλλαγές (Έξοδος,κ’ 1 17, Δευτερονόμιον,ε’ 6 …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • διισχυρισμός — ο επίμονη γνώμη, διαβεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διισχυρίζομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Αγγέλου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • διορκισμός — διορκισμός, ο (Α) [ορκισμός] ένορκη διαβεβαίωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”